δωσίδικος

δωσίδικος
και δοσίδικος, -η, -ο (Α δωσίδικος)
νεοελλ.
αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος
αρχ.
αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι- < μελλ. δώσω τού δίδωμι + -δικος < δίκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δωσίδικος — η, ο ο υποχρεωμένος να δικαστεί για κάτι: Είναι δωσίδικος για κάτι που έκανε πριν από χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωσιδίκους — δωσίδικος referring disputes to a court masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωσίδικοι — δωσίδικος referring disputes to a court masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δοσίδικος — ον βλ. δωσίδικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”